- νεόπλουτος
- -η, -ο (Α νεόπλουτος, -ον)αυτός που πλούτισε πρόσφατα και αρέσκεται να επιδεικνύει τα πλούτη του, χωρίς να διαθέτει κανένα άλλο προσόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + πλοῦτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεόπλουτος — newly become rich masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπλουτος — η, ο αυτός που έγινε πρόσφατα πλούσιος και περηφανεύεται για τα πλούτη του: Ο νεόπλουτος θείος τους μιλούσε συνέχεια για τα ακριβά έπιπλα που είχε αγοράσει τελευταία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεόπλουτον — νεόπλουτος newly become rich masc/fem acc sg νεόπλουτος newly become rich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπλούτοις — νεόπλουτος newly become rich masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπλούτου — νεόπλουτος newly become rich masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπλούτους — νεόπλουτος newly become rich masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπλούτων — νεόπλουτος newly become rich masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπλούτῳ — νεόπλουτος newly become rich masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπλουτα — νεόπλουτος newly become rich neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόπλουτοι — νεόπλουτος newly become rich masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)